Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κόρυμνα
κορύνα
κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
κορυνθεύς
κόρυνθος
View word page
κόρυμβος
high-pointed sterns

ShortDef

high-pointed sterns

Debugging

Headword:
κόρυμβος
Headword (normalized):
κόρυμβος
Headword (normalized/stripped):
κορυμβος
IDX:
49959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49960
Key:

Data

{'content': 'high-pointed sterns'}