Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κόρυμνα
κορύνα
κορυνάω
κορύνη
κορύνησις
κορυνήτης
κορυνηφόρος
View word page
κορυμβοειδής
clustered
ShortDef
clustered
Debugging
Headword:
κορυμβοειδής
Headword (normalized):
κορυμβοειδής
Headword (normalized/stripped):
κορυμβοειδης
IDX:
49957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49958
Key:
Data
{'content': 'clustered'}