Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κόρυμνα
κορύνα
κορυνάω
κορύνη
View word page
κόρυθος
crested
ShortDef
crested
Debugging
Headword:
κόρυθος
Headword (normalized):
κόρυθος
Headword (normalized/stripped):
κορυθος
IDX:
49954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49955
Key:
Data
{'content': 'crested'}