Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κόρυμνα
κορύνα
κορυνάω
View word page
κορυθαίολος
with glancing helm

ShortDef

with glancing helm

Debugging

Headword:
κορυθαίολος
Headword (normalized):
κορυθαίολος
Headword (normalized/stripped):
κορυθαιολος
IDX:
49953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49954
Key:

Data

{'content': 'with glancing helm'}