Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
κόρυμνα
κορύνα
View word page
κορυθαιόλος
moving the helmet quickly

ShortDef

moving the helmet quickly

Debugging

Headword:
κορυθαιόλος
Headword (normalized):
κορυθαιόλος
Headword (normalized/stripped):
κορυθαιολος
IDX:
49952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49953
Key:

Data

{'content': 'moving the helmet quickly'}