Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
κορυμβοφόρος
View word page
κορυζώδης
suffering from catarrh

ShortDef

suffering from catarrh

Debugging

Headword:
κορυζώδης
Headword (normalized):
κορυζώδης
Headword (normalized/stripped):
κορυζωδης
IDX:
49950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49951
Key:

Data

{'content': 'suffering from catarrh'}