Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
κόρυμβος
View word page
κορυζιᾷ
pipitat
ShortDef
pipitat
Debugging
Headword:
κορυζιᾷ
Headword (normalized):
κορυζιᾷ
Headword (normalized/stripped):
κορυζια
IDX:
49949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49950
Key:
Data
{'content': 'pipitat'}