Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
κορυμβοειδής
κορυμβόομαι
View word page
κορυζάω
to run at the nose
ShortDef
to run at the nose
Debugging
Headword:
κορυζάω
Headword (normalized):
κορυζάω
Headword (normalized/stripped):
κορυζαω
IDX:
49948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49949
Key:
Data
{'content': 'to run at the nose'}