Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
κορυμβίας
View word page
κόρυζα
a running at the nose

ShortDef

a running at the nose

Debugging

Headword:
κόρυζα
Headword (normalized):
κόρυζα
Headword (normalized/stripped):
κορυζα
IDX:
49946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49947
Key:

Data

{'content': 'a running at the nose'}