Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
κόρυθος
κορυμβάς
View word page
κορυδός
the crested lark
ShortDef
the crested lark
Debugging
Headword:
κορυδός
Headword (normalized):
κορυδός
Headword (normalized/stripped):
κορυδος
IDX:
49945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49946
Key:
Data
{'content': 'the crested lark'}