Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
κορυθαιόλος
κορυθαίολος
View word page
Κορυβαντώδης
Corybant-like, frantic

ShortDef

Corybant-like, frantic

Debugging

Headword:
Κορυβαντώδης
Headword (normalized):
κορυβαντώδης
Headword (normalized/stripped):
κορυβαντωδης
IDX:
49943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49944
Key:

Data

{'content': 'Corybant-like, frantic'}