Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
κορυζιᾷ
κορυζώδης
κορυθάϊξ
View word page
Κορυβαντίζω
to purify by Corybantic rites

ShortDef

to purify by Corybantic rites

Debugging

Headword:
Κορυβαντίζω
Headword (normalized):
κορυβαντίζω
Headword (normalized/stripped):
κορυβαντιζω
IDX:
49941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49942
Key:

Data

{'content': 'to purify by Corybantic rites'}