Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
κορυζᾶς
κορυζάω
View word page
Κορυβάντειος
Corybantian

ShortDef

Corybantian

Debugging

Headword:
Κορυβάντειος
Headword (normalized):
κορυβάντειος
Headword (normalized/stripped):
κορυβαντειος
IDX:
49938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49939
Key:

Data

{'content': 'Corybantian'}