Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
κόρυζα
View word page
κορταία
pasture-land
ShortDef
pasture-land
Debugging
Headword:
κορταία
Headword (normalized):
κορταία
Headword (normalized/stripped):
κορταια
IDX:
49936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49937
Key:
Data
{'content': 'pasture-land'}