Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
κορυδός
View word page
κορσωτήριον
barber's shop

ShortDef

barber's shop

Debugging

Headword:
κορσωτήριον
Headword (normalized):
κορσωτήριον
Headword (normalized/stripped):
κορσωτηριον
IDX:
49935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49936
Key:

Data

{'content': "barber's shop"}