Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόρος2
κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
Κορύβας
View word page
κορσωτήρ
barber

ShortDef

barber

Debugging

Headword:
κορσωτήρ
Headword (normalized):
κορσωτήρ
Headword (normalized/stripped):
κορσωτηρ
IDX:
49934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49935
Key:

Data

{'content': 'barber'}