Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορός2
κόρος2
κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
Κορυβαντισμός
Κορυβαντώδης
View word page
κορσοειδής
greyish colour
ShortDef
greyish colour
Debugging
Headword:
κορσοειδής
Headword (normalized):
κορσοειδής
Headword (normalized/stripped):
κορσοειδης
IDX:
49933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49934
Key:
Data
{'content': 'greyish colour'}