Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορός
κόρος
κορός2
κόρος2
κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
Κορυβαντεῖον
Κορυβάντειος
Κορυβαντιασμός
Κορυβαντιάω
Κορυβαντίζω
View word page
κόρσης
who shaved his beard

ShortDef

who shaved his beard

Debugging

Headword:
κόρσης
Headword (normalized):
κόρσης
Headword (normalized/stripped):
κορσης
IDX:
49931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49932
Key:

Data

{'content': 'who shaved his beard'}