Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοροκόσμιον
Κόροντα
Κοροπισσός
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κορός
κόρος
κορός2
κόρος2
κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
κορταία
View word page
κόρος4
Hebr. dry measure, kor

ShortDef

one's fill, satiety, surfeit
young man
[besom]
Hebr. dry measure, kor

Debugging

Headword:
κόρος4
Headword (normalized):
κόρος
Headword (normalized/stripped):
κορος4
IDX:
49926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49927
Key:

Data

{'content': 'Hebr. dry measure, kor'}