Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόροιβος
κοροκόσμιον
Κόροντα
Κοροπισσός
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κορός
κόρος
κορός2
κόρος2
κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
κορσοειδής
κορσωτήρ
κορσωτήριον
View word page
κόρος3
[besom]

ShortDef

one's fill, satiety, surfeit
young man
[besom]
Hebr. dry measure, kor

Debugging

Headword:
κόρος3
Headword (normalized):
κόρος
Headword (normalized/stripped):
κορος3
IDX:
49925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49926
Key:

Data

{'content': '[besom]'}