Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόρνοψ
Κορογκάνιος
κόροη
κόροιβος
κοροκόσμιον
Κόροντα
Κοροπισσός
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κορός
κόρος
κορός2
κόρος2
κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
κόρσιον
View word page
κόρος
one's fill, satiety, surfeit
ShortDef
one's fill, satiety, surfeit
young man
[besom]
Hebr. dry measure, kor
Debugging
Headword:
κόρος
Headword (normalized):
κόρος
Headword (normalized/stripped):
κορος
IDX:
49922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49923
Key:
Data
{'content': "one's fill, satiety, surfeit"}