Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορνικουλάριος
κόρνοψ
Κορογκάνιος
κόροη
κόροιβος
κοροκόσμιον
Κόροντα
Κοροπισσός
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κορός
κόρος
κορός2
κόρος2
κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
κόρση
κόρσης
View word page
κορός
dark, black
ShortDef
dark, black
pure
Debugging
Headword:
κορός
Headword (normalized):
κορός
Headword (normalized/stripped):
κορος
IDX:
49921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49922
Key:
Data
{'content': 'dark, black'}