Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορμός
Κορνήλιος
κορνικουλάριος
κόρνοψ
Κορογκάνιος
κόροη
κόροιβος
κοροκόσμιον
Κόροντα
Κοροπισσός
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κορός
κόρος
κορός2
κόρος2
κόρος3
κόρος4
Κορουῖνος
κορσᾶς
κορσεῖα
View word page
κοροπλαθικός
belonging to the art of modelling

ShortDef

belonging to the art of modelling

Debugging

Headword:
κοροπλαθικός
Headword (normalized):
κοροπλαθικός
Headword (normalized/stripped):
κοροπλαθικος
IDX:
49919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49920
Key:

Data

{'content': 'belonging to the art of modelling'}