Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
κόρμος
κορμός
Κορνήλιος
κορνικουλάριος
κόρνοψ
Κορογκάνιος
κόροη
κόροιβος
κοροκόσμιον
Κόροντα
Κοροπισσός
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κορός
κόρος
κορός2
κόρος2
κόρος3
View word page
κόροιβος
fool

ShortDef

fool

Debugging

Headword:
κόροιβος
Headword (normalized):
κόροιβος
Headword (normalized/stripped):
κοροιβος
IDX:
49915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49916
Key:

Data

{'content': 'fool'}