Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
κόρμος
κορμός
Κορνήλιος
κορνικουλάριος
κόρνοψ
Κορογκάνιος
κόροη
κόροιβος
κοροκόσμιον
Κόροντα
Κοροπισσός
κοροπλαθικός
κοροπλάθος
κορός
View word page
κορνικουλάριος
cornicularius

ShortDef

cornicularius

Debugging

Headword:
κορνικουλάριος
Headword (normalized):
κορνικουλάριος
Headword (normalized/stripped):
κορνικουλαριος
IDX:
49911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49912
Key:

Data

{'content': 'cornicularius'}