Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
κόρμος
κορμός
Κορνήλιος
κορνικουλάριος
κόρνοψ
Κορογκάνιος
κόροη
κόροιβος
κοροκόσμιον
Κόροντα
Κοροπισσός
κοροπλαθικός
View word page
κορμός
the trunk

ShortDef

the trunk

Debugging

Headword:
κορμός
Headword (normalized):
κορμός
Headword (normalized/stripped):
κορμος
IDX:
49909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49910
Key:

Data

{'content': 'the trunk'}