Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
κόρμος
κορμός
Κορνήλιος
κορνικουλάριος
κόρνοψ
Κορογκάνιος
κόροη
κόροιβος
κοροκόσμιον
Κόροντα
View word page
κορμολογία
collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2)
ShortDef
collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2)
Debugging
Headword:
κορμολογία
Headword (normalized):
κορμολογία
Headword (normalized/stripped):
κορμολογια
IDX:
49907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49908
Key:
Data
{'content': 'collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2)'}