Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
κόρμος
κορμός
Κορνήλιος
κορνικουλάριος
κόρνοψ
Κορογκάνιος
κόροη
κόροιβος
κοροκόσμιον
View word page
κορμίον
small log
ShortDef
small log
Debugging
Headword:
κορμίον
Headword (normalized):
κορμίον
Headword (normalized/stripped):
κορμιον
IDX:
49906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49907
Key:
Data
{'content': 'small log'}