Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
κόρμος
κορμός
Κορνήλιος
κορνικουλάριος
κόρνοψ
Κορογκάνιος
View word page
Κορκυραῖος
of Corcyra
ShortDef
of Corcyra
Debugging
Headword:
Κορκυραῖος
Headword (normalized):
κορκυραῖος
Headword (normalized/stripped):
κορκυραιος
IDX:
49903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49904
Key:
Data
{'content': 'of Corcyra'}