Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
κόρμος
κορμός
Κορνήλιος
View word page
Κορίσκος
any supposed person; John Doe

ShortDef

any supposed person
any supposed person; John Doe

Debugging

Headword:
Κορίσκος
Headword (normalized):
κορίσκος
Headword (normalized/stripped):
κορισκος
IDX:
49900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49901
Key:

Data

{'content': 'any supposed person; John Doe'}