Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκοίνη
ἀγκονίω
ἄγκος
ἀγκτήρ
ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
View word page
ἀγκύλιον
ancilia
ShortDef
ancilia
Debugging
Headword:
ἀγκύλιον
Headword (normalized):
ἀγκύλιον
Headword (normalized/stripped):
αγκυλιον
IDX:
498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-499
Key:
Data
{'content': 'ancilia'}