Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
κόρμος
View word page
κορίσκομαι
become saturated

ShortDef

become saturated

Debugging

Headword:
κορίσκομαι
Headword (normalized):
κορίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
κορισκομαι
IDX:
49898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49899
Key:

Data

{'content': 'become saturated'}