Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
κορμολογία
View word page
κόρις
a bug

ShortDef

a bug

Debugging

Headword:
κόρις
Headword (normalized):
κόρις
Headword (normalized/stripped):
κορις
IDX:
49897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49898
Key:

Data

{'content': 'a bug'}