Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
κορμίον
View word page
κόριον2
coriander
ShortDef
little girl
coriander
Debugging
Headword:
κόριον2
Headword (normalized):
κόριον
Headword (normalized/stripped):
κοριον2
IDX:
49896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49897
Key:
Data
{'content': 'coriander'}