Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
κορμηδόν
View word page
κόριον
little girl
ShortDef
little girl
coriander
Debugging
Headword:
κόριον
Headword (normalized):
κόριον
Headword (normalized/stripped):
κοριον
IDX:
49895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49896
Key:
Data
{'content': 'little girl'}