Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
κορμάζω
View word page
Κοριολανός
Coriolanus
ShortDef
Coriolanus
Debugging
Headword:
Κοριολανός
Headword (normalized):
κοριολανός
Headword (normalized/stripped):
κοριολανος
IDX:
49894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49895
Key:
Data
{'content': 'Coriolanus'}