Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
Κόρκυρα
Κορκυραῖος
View word page
κοριοειδής
like the pupil of the eye, dark-gleaming

ShortDef

like the pupil of the eye, dark-gleaming

Debugging

Headword:
κοριοειδής
Headword (normalized):
κοριοειδής
Headword (normalized/stripped):
κοριοειδης
IDX:
49893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49894
Key:

Data

{'content': 'like the pupil of the eye, dark-gleaming'}