Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
κορκορυγή
View word page
Κορινθοειδής
of Corinthian style

ShortDef

of Corinthian style

Debugging

Headword:
Κορινθοειδής
Headword (normalized):
κορινθοειδής
Headword (normalized/stripped):
κορινθοειδης
IDX:
49891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49892
Key:

Data

{'content': 'of Corinthian style'}