Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
Κορίσκος
View word page
Κορινθιουργής
of Corinthian workmanship
ShortDef
of Corinthian workmanship
Debugging
Headword:
Κορινθιουργής
Headword (normalized):
κορινθιουργής
Headword (normalized/stripped):
κορινθιουργης
IDX:
49890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49891
Key:
Data
{'content': 'of Corinthian workmanship'}