Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
κορίσκομαι
κορίσκος
View word page
Κορίνθιος
Corinthian
ShortDef
Corinthian
Debugging
Headword:
Κορίνθιος
Headword (normalized):
κορίνθιος
Headword (normalized/stripped):
κορινθιος
IDX:
49889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49890
Key:
Data
{'content': 'Corinthian'}