Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
κόρις
View word page
Κορινθιάζομαι
practise fornication

ShortDef

practise fornication

Debugging

Headword:
Κορινθιάζομαι
Headword (normalized):
κορινθιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
κορινθιαζομαι
IDX:
49887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49888
Key:

Data

{'content': 'practise fornication'}