Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
κόριον2
View word page
κορικός
like a girl
ShortDef
like a girl
Debugging
Headword:
κορικός
Headword (normalized):
κορικός
Headword (normalized/stripped):
κορικος
IDX:
49886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49887
Key:
Data
{'content': 'like a girl'}