Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
κόριον
View word page
κορίζω2
sweep

ShortDef

to be infested with bugs
sweep

Debugging

Headword:
κορίζω2
Headword (normalized):
κορίζω
Headword (normalized/stripped):
κοριζω2
IDX:
49885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49886
Key:

Data

{'content': 'sweep'}