Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόρη
Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
Κοριολανός
View word page
κορίζω
to be infested with bugs

ShortDef

to be infested with bugs
sweep

Debugging

Headword:
κορίζω
Headword (normalized):
κορίζω
Headword (normalized/stripped):
κοριζω
IDX:
49884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49885
Key:

Data

{'content': 'to be infested with bugs'}