Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορέω2
κόρη
Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
Κόρινθος
κοριοειδής
View word page
κορίζομαι
to fondle, caress, coax

ShortDef

to fondle, caress, coax

Debugging

Headword:
κορίζομαι
Headword (normalized):
κορίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κοριζομαι
IDX:
49883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49884
Key:

Data

{'content': 'to fondle, caress, coax'}