Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορεύομαι
κορέω
κορέω2
κόρη
Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
Κορινθιαστής
Κορίνθιος
Κορινθιουργής
Κορινθοειδής
View word page
κορίαξος
fish

ShortDef

fish

Debugging

Headword:
κορίαξος
Headword (normalized):
κορίαξος
Headword (normalized/stripped):
κοριαξος
IDX:
49881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49882
Key:

Data

{'content': 'fish'}