Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
κορέω2
κόρη
Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
κορίζω
κορίζω2
κορικός
Κορινθιάζομαι
View word page
κόρημα
a besom, broom

ShortDef

a besom, broom

Debugging

Headword:
κόρημα
Headword (normalized):
κόρημα
Headword (normalized/stripped):
κορημα
IDX:
49877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49878
Key:

Data

{'content': 'a besom, broom'}