Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
κορέω2
κόρη
Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
κορίαξος
Κοριάσια
κορίζομαι
View word page
κορέω2
[satiate > κορέννυμι]

ShortDef

to sweep, sweep out
[satiate > κορέννυμι]

Debugging

Headword:
κορέω2
Headword (normalized):
κορέω
Headword (normalized/stripped):
κορεω2
IDX:
49873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49874
Key:

Data

{'content': '[satiate > κορέννυμι]'}