Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
κορέω2
κόρη
Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
κορθύομαι
κορίαννον
View word page
κόρευμα
maidenhood

ShortDef

maidenhood

Debugging

Headword:
κόρευμα
Headword (normalized):
κόρευμα
Headword (normalized/stripped):
κορευμα
IDX:
49870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49871
Key:

Data

{'content': 'maidenhood'}