Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κορδύλη
κορδύλος
Κορέ
Κορέαι
κορεία
κορεία2
κόρειος
Κορειτήα
κορέννυμι
Κόρεσος
κορεστικῶς
κορεστός
κόρευμα
κορεύομαι
κορέω
κορέω2
κόρη
Κόρη
κόρηθρον
κόρημα
κορθύνω
View word page
κορεστικῶς
to satiety
ShortDef
to satiety
Debugging
Headword:
κορεστικῶς
Headword (normalized):
κορεστικῶς
Headword (normalized/stripped):
κορεστικως
IDX:
49868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49869
Key:
Data
{'content': 'to satiety'}